- σινιόρα
- η, Νβλ. σενιόρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σενιόρ — και σινιόρ, ο, θηλ. σενιόρα και σενιορίτα και σενιορίνα και σινιόρα και σινιορίτα και σινιορίνα, Ν (κυρίως ως προσφώνηση), κύριος, κυρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. signore / signora / signorina < λατ. senior, συγκρ. τού senex «γέροντας»] … Dictionary of Greek
σιόρ — (I) Α (κατά τον Ησύχ.) «θεός Λάκωνες». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. άλλος τ. τού βιός]. (II) και σινιόρ, ο, θηλ. σιόρα και σινιόρα, Ν (προσαγόρευση τών μελών τής ανώτερης κοινωνικής τάξης στα Επτάνησα, παλαιότερα) κύριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. sior, άλλος τ. τού… … Dictionary of Greek
σιόρα — σιόρα, η και σινιόρα, η (λ. ιταλ.), κυρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)